Τα μουσεία λειτουργούν ως χώροι διαλόγου, επικοινωνίας και σκέψης, όπου συνυπάρχουν διαφορετικές ανθρώπινες ιστορίες. Παράλληλα, διατηρούν πολύπλοκες δομές, χρησιμοποιούν ερμηνευτικά μέσα και εφαρμόζουν ως πρακτική συστήματα επικοινωνίας, καθώς και μια «πολιτική» πολιτισμικά και
ιδεολογικά προκαθορισμένη, που επηρεάζει το έργο τους και τα αποτελέσματά του, με αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο (Μούλιου, 1999).
Τα μουσεία δεν έχουν στην κατοχή τους μόνο αντικείμενα, αλλά με βάση αυτά δομούν ερμηνευτικές ιστορίες για τους ανθρώπους (Χουρμουζιάδης, 1999: 166) και τους προσφέρουν ένα σύνολο πράξεων και εικόνων που ενθαρρύνουν την απεριόριστη αξιοποίηση των εκφάνσεων του πολιτισμού. Το μουσείο αποτελείται από αντικείμενα, τα οποία προσελκύουν το ενδιαφέρον και προκαλούν τη σκέψη των επισκεπτών. Ως εκ τούτου, η αφήγηση στον μουσειακό χώρο δομείται με εικόνες από αντικείμενα, των οποίων η παρουσία γίνεται αντιληπτή μέσω των αισθήσεών μας, γεγονός που καθιστά την ερμηνευτική προσέγγισή τους μια πολυσύνθετη διαδικασία (Νάκου, 2009: 29·Lowenthal, 1985: 245).
Ο μουσειακός χώρος, φορτισμένος με συμβολισμούς και νοήματα, αποδέχεται την ερμηνευτική πολλαπλότητα και μετατρέπεται σε περιβάλλον όπου προτείνονται διαφορετικές αναγνώσεις των εκθεμάτων και του περιεχομένου τους, που αναμένεται να ενθαρρύνουν τη μάθηση και να ενισχύσουν την κατανόηση (Νάκου, 2009· Κόκκινος, 2002). Τα αντικείμενα αυτά συγκροτούν απεριόριστες ιστορίες και δεν έχουν σαφές ή προκαθορισμένο νόημα, αλλά αποκτούν διαφορετικά (συχνά αντιφατικά) νοήματα από συγκεκριμένους ανθρώπους κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Τα νοήματα και οι ιστορίες αυτές απορρέουν από την πορεία των αντικειμένων στον χρόνο και μέσα από ερμηνείες και πολυσύνθετες αναγνώσεις, οι οποίες μετασχηματίζονται ανάλογα με τον επισκέπτη, την επίδραση που του ασκεί το αντικείμενο, αλλά και τα μέσα ανάγνωσης που του προσφέρει η έκθεση (Hooper-Greenhill, 1991·Ames, 1994: 99-100· Pearce, 1994). Η διφυής υπόσταση των μουσειακών εκθεμάτων (ως πραγματικών αντικειμένων και ως δομημένης αντίληψης) σε σχέση με τους τρόπους που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και παράγουμε αφηγήσεις αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα στον μουσειακό χώρο (Pearce, 2002).
Η διαδικασία της δόμησης νοήματος, που ορίζεται και ως ερμηνεία, αποτελεί ένα από τα θέματα που εξετάζει η σύγχρονη μουσειολογία. H ερμηνεία αποτελεί μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας που στοχεύει στην κατανόηση της πολυσημίας των αντικειμένων ενός μουσείου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να ερμηνεύει και να αναπαριστά την πραγματικότητα σε όλες τις παραλλαγές της (Hooper-Greenhill, 1994, 1999). Μια ερμηνεία δεν ολοκληρώνεται ποτέ, είναι ανεξάντλητη, και η διαδικασία της αποκαλύπτει ότι η υλική πραγματικότητα δεν είναι δεδομένη, αλλά γίνεται αντιληπτή με βάση την κοινωνική, διανοητική και πολιτισμική συγκρότηση των επισκεπτών και τις ιδιαίτερες σχέσεις που αναπτύσσουν μαζί της (Νάκου, 2001). Η ερμηνεία έχει πρωτίστως εκπαιδευτικό σκοπό (Alexander & Alexander, 2007· Black, 2009) και στόχος της είναι η αφύπνιση του ενδιαφέροντος και η «εμπλοκή» με τα εκθέματα, τα οποία καθίστανται μέρος της εμπειρίας του επισκέπτη (Tilden, 1977). Εν τέλει, η δόμηση νοήματος πραγματοποιείται μέσα από μια διαδικασία μνήμης και συναισθηματικής σύνδεσης με τα αντικείμενα (Silverman, 1995: 162), βασίζεται σε αυτά και προσπαθεί να υποστηρίξει την πρακτική, διανοητική, συναισθηματική και αισθητική πρόσβαση στην πολιτισμική κληρονομιά (Black, 2009:228), καθώς επιχειρεί να διδάξει αλήθειες, να αποκαλύψει νοήματα και να μεταδώσει την κατανόηση, ιδιαίτερα μέσα από την ψυχαγωγία.
Σημαντική για την ψυχαγωγική διαδικασία της ερμηνείας είναι η δημιουργία εκθέσεων με ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό, καθώς και ο σχεδιασμός εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία ενθαρρύνουν τη διάδραση, τη φαντασία και τον κριτικό στοχασμό.
Τα μουσεία αποτελούν τόπους παραγωγής συναισθημάτων, γνώσης (Golding, 2012), ανοιχτής συζήτησης, επικοινωνίας, ψυχαγωγίας και πολλαπλών αναγνώσεων του υλικού και του άυλου πολιτισμού. Όντας, πρωτίστως, εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν εξαιρετικές εμπειρίες στους επισκέπτες τους (Hein, 1998: 2) ιδιαίτερα στο πλαίσιο της σύγχρονης μουσειακής εκπαίδευσης. Ως αντικείμενο της μουσειοπαιδαγωγικής ορίζεται η διερεύνηση των μουσειολογικών και παιδαγωγικών αρχών που διέπουν το μουσείο. Η μουσειοπαιδαγωγική σχετίζεται με τις αρχές και τις κριτικές αναζητήσεις της σύγχρονης παιδαγωγικής, οι οποίες επαναθέτουν τους στόχους της εκπαίδευσης αξιοποιώντας διεπιστημονικές αρχές και θεωρίες και αποδέχονται ότι η γνώση δομείται μέσα από σύνθετες διεργασίες ερμηνείας. Ο σύγχρονος μουσειοπαιδαγωγικός στοχασμός διερευνά όλες τις επιστημονικές παραμέτρους προκειμένου να αξιοποιηθεί καλύτερα ο παιδευτικός χαρακτήρας του μουσείου, ενώ, παράλληλα, μελετά τους όρους κατανόησης και ερμηνείας του πολιτισμού των μουσείων μέσα από τη δημιουργική εκπαίδευση και την ψυχαγωγία των νέων.
* Απόσπασμα από
το βιβλίο Μετα-γράφoντας την Τέχνη
των Νάγια Δαλακούρα και Σπύρου Κιοσσέ.