της Έφης Τσιρώνη*
Περίεργη συνθήκη ο κορωνοϊός. Εμφανίστηκε επιβάλλοντας στην υφήλιο μια καραντίνα που έφερε στην επιφάνεια πολλά. Σαν προζύμι που ξεκινάει από το θεμελιώδες, ταπεινό υλικό της ανθρώπινης φύσης και ταΐζεται για μέρες με τις βασικές ανάγκες, τις προσδοκίες και τους φόβους μας, μένοντας σκεπασμένο και κρυφό ωσότου ενεργοποιηθεί, μια διεθνής ψηφιακή έκρηξη με τη δελεαστική μορφή ενός βασικού διατροφικού αγαθού πραγματοποιήθηκε αιφνιδιαστικά.
Έχοντας δεχτεί το πλήγμα της απομόνωσης αλλά κρατώντας στα χέρια της την ασπίδα της ψηφιακής επικοινωνίας, η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας έδειξε το πρόσωπό της, εκφράζοντας γυμνές τις φοβίες και τις ανάγκες της στον κυβερνοχώρο. Λόγια σε όλες τις γλώσσες και στιγμιότυπα στη μία παγκόσμια, αυτή της εικόνας, πλημμύρισαν το διαδίκτυο. Οι συνταρακτικές ειδήσεις για τη μάστιγα, φυσικά, και οι φρικτές απεικονίσεις της, περιγραφές και αριθμοί, φωτογραφίες και βίντεο που δύσκολα θα μπορέσει να ξεχάσει ακόμα και ο αναισθητοποιημένος από τον καταιγισμό των πληροφοριών άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνα, αλλά και κάτι άλλο, σε πρώτη ανάγνωση αναπάντεχο: κείμενα, συνταγές, βίντεο και φωτογραφίες, πάρα πολλά βίντεο και πάρα πολλές φωτογραφίες, ενός βασικού, παραγκωνισμένου ίσως από αρκετούς γλουτενοφοβικούς και μονίμως διαιτώμενους δυτικούς, διατροφικού αγαθού.
Ξαφνικά, η αυτοπεριορισμένη υφήλιος άρχισε να πλάθει και να ζυμώνει στην κουζίνα της, να ψήνει, να φωτογραφίζει, να βιντεοσκοπεί και να αναρτά σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους, ιστολόγια και μέσα κοινωνικής δικτύωσης… ψωμιά. Καρβέλια ταπεινά και γιορτινά, επίπεδα και φουσκωτά, με μαγιά ή χωρίς, γλυκά, αλμυρά και ξινά, απλά στην παρασκευή ή περίπλοκα, με αλεύρι, λάδι και νερό ή με βούτυρο, γάλα και αυγά, ενισχυμένα με αποξηραμένα φρούτα και καρπούς και κάθε λογής σπόρους, αρωματισμένα με μπαχαρικά, καμιά φορά ακόμα και με αποστάγματα.
Τις πρώτες λίγες εβδομάδες της επέλασης του Covid-19 στο δυτικό ημισφαίριο, το διαδίκτυο θύμιζε παγκόσμια γιορτή ψωμιού – οι ήπειροι διαγωνίζονταν για το καλύτερο καρβέλι, ξεσκονίζοντας παλιές συνταγές και δημιουργώντας νέες. Άνοιγες τον υπολογιστή ή το κινητό σου και οι αισθήσεις σου βομβαρδίζονταν από αρτοποιήματα. Συχνά, τα κείμενα των συνταγών ήταν μικρές ελεγείες: οι συντάκτες αντιμετώπιζαν το ζυμάρι που θα γεννιόταν από τη φροντίδα των χεριών μας, θα έμενε προστατευμένο στο κουκούλι του για να θεριέψει, και θα ψηνόταν για να μεταμορφωθεί σε αρωματική, λαμπρή, βρώσιμη χρυσαλίδα, με την ορμητική λαχτάρα και την υπερχειλίζουσα λαγνεία ερωτευμένου εφήβου. Διάχυτος ήταν ο αισθησιασμός στις περιγραφές για το φούσκωμα της μαγιάς και το ζύμωμα –απαλός, μυρωδάτος αφρός έπρεπε να γίνει η μαγιά προτού προστεθεί στα υπόλοιπα υλικά, αέρινο το ανακάτεμά της με αυτά, ευχάριστα ζεστό στο δέρμα το νερό ή το γάλα, κρουστό και μεταξένιο το ζυμάρι, απαλό και συνάμα δυνατό το ζύμωμα, και το καρβέλι πλασμένο με υπομονή, επιμονή, και μ’ αυτήν την εσχάτως τόσο κακοποιημένη στα μαγειρικά πράγματα λέξη, την αγάπη. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο, ειδικά αυτά του ψωμιού που ψήνεται ψηφιακά σε χρόνο μηδέν, που σκάει κι αχνίζει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, έφερναν στα ρουθούνια σου την ευωδιά του σπιτικού ψωμιού κι έβαζαν αντανακλαστικά τους σιελογόνους σου σε λειτουργία. Μια αίσθηση θαλπωρής και ασφάλειας σε τύλιγε, και πια δεν είχες άλλη επιλογή από το ν’ ανοίξεις το ντουλάπι, να βρεις αλεύρι και μαγιά, να ετοιμάσεις δοχεία και ταψιά, και να ξεκινήσεις.
Ο μήνας του μέλιτος διακόπηκε βίαια και τραυματικά με μια φοβερή είδηση που άρχισε να κυκλοφορεί προς το τέλος της τρίτης εβδομάδας του διεθνούς μαραθωνίου ψησίματος. Οι τίτλοι ήταν σαφέστατα δυσοίωνοι: αλεύρι και μαγιά σε έλλειψη, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην απέναντι μεριά τού Ατλαντικού. Αδυνατώντας να ανταποκριθούν στην εκτόξευση τής ζήτησης, παραγωγοί και συσκευαστές άρχισαν ν’ αφήνουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ άδεια, σπέρνοντας τον πανικό στις τάξεις των όψιμων ερασιτεχνών αρτοποιών. Στα καθ’ ημάς, η νωπή μαγιά εξαφανίστηκε πριν καν μπούμε στη Μεγάλη Εβδομάδα, και η ξηρή άρχισε να σπανίζει κι αυτή τις μέρες περίπου του τσουρεκιού και της λαμπροκουλούρας, παρότι με λίγη ευρηματικότητα μπορούσες θαυμάσια να τη βρεις, και μάλιστα σε ικανές ποσότητες, ξεχασμένη στα σκονισμένα βάθη συνοικιακών μπακάλικων και μίνι μάρκετ. Αν και η Αγγλία φαίνεται να ξεπερνάει πλέον το σοκ του “κραχ της μαγιάς”, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, και σε μικρότερο βαθμό η Αυστραλία, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ζήτημα ελλείμματος στη λιανική, αλλά και εκτόξευσης των τιμών στα άλευρα και στα διογκωτικά για τους επαγγελματίες αρτοποιούς. Για τους ερασιτέχνες, ωστόσο, φαίνεται ότι η ανθρώπινη επινοητικότητα και τα γρήγορα αντανακλαστικά σε καιρούς κινδύνου έδωσαν και πάλι τη λύση, τουλάχιστον στο μέτωπο της μαγιάς. Δεκάδες συνταγές για άζυμα ψωμιά, κι ακόμα περισσότερες γι’ αυτή τη μαγική πρώτη ύλη που λέγεται σπιτικό προζύμι, κυκλοφόρησαν και συνεχίζουν να κυκλοφορούν, ελαφραίνοντας τις καρδιές ημών των αυτοπεριορισμένων, γλυκαίνοντας τον εγκλεισμό, επιστρέφοντάς μας το ταπεινό όπλο μας σ’ αυτήν την άνιση μάχη με τον ιό. Γιατί ναι, αυτό αποδεικνύεται ότι είναι το ταπεινό ψωμί σε τούτη την πανδημία, ένα όπλο με αρχέγονες ρίζες και πανανθρώπινους συμβολισμούς, μια ασπίδα για τη διατήρηση της εχεφροσύνης μας, για τη διαφύλαξη της αίσθησης της ασφάλειας που πάντα μας δίνει η επάρκεια τροφής, για τη θαλπωρή και την εγγύτητα της εστίας, όχι μόνο της ατομικής αλλά και της συλλογικής.
Μέσω της τεχνολογίας, το ψωμί μάς έφερε κοντά, κι ίσως ακόμα και να μας ένωσε, όλους εμάς τους απανταχού βαλλόμενους, δίνοντάς μας τη διαβεβαίωση πως, αν και απομονωμένοι, εξακολουθούμε να είμαστε μέλη της ευρύτερης κοινωνίας των ανθρώπων. Διαβεβαιώνοντάς μας ότι ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί αντιμαχόμαστε το κακό πλάθοντας κάτι ζεστό, απαλό και ευωδιαστό, κάτι φτιαγμένο με ταπεινά υλικά, ζυμωμένο με δύναμη αλλά και ευαισθησία, κάτι που περιμένουμε με υπομονή να φουσκώσει και να ξαναφουσκώσει για να ξαναπλαστεί, και τελικά για να ψηθεί και να υλοποιηθεί, επιβραβεύοντας την προσπάθεια με τροφή για το σώμα και την ψυχή: ένα δικό μας ψωμί.
*Η Έφη Τσιρώνη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε κοινωνική ανθρωπολογία στις ΗΠΑ. Με το χώρο του βιβλίου ασχολείται επαγγελματικά σχεδόν ολόκληρη την ενήλικη ζωή της, έχοντας τα τελευταία χρόνια επικεντρωθεί στη λογοτεχνική μετάφραση. Για τις εκδόσεις Κλειδάριθμος έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων βιβλία του Stephen King όπως Το Ινστιτούτο, Το Αυτό, Απρόσμενες αναταράξεις, Νεκρωταφίο ζώων, αλλά και των Francis Scott Fitzgerald (Θα πέθανα για σένα και άλλα διηγήματα), Martha Hall Kelly (Πασχαλιές στο συρματόπλεγμα) και Kristin Hannah (O κήπος του χειμώνα).